- νεόκτονος
- νεόκτονος1 newly slain
ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ N. 8.30
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ N. 8.30
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
νεόκτονος — νεόκτονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που φονεύθηκε πριν από λίγο («τὰ μὲν ἀμφ Ἀχιλεῑ νεοκτόνῳ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κτονος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. χοιρό κτονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] … Dictionary of Greek
νεοκτόνῳ — νεόκτονος lately masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek